- εὐκαιρήσῃ
- найдёт удобное время
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
εὐκαιρήσῃ — εὐκαιρέω have opportunity aor subj mid 2nd sg εὐκαιρέω have opportunity aor subj act 3rd sg εὐκαιρέω have opportunity fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)